Σελίδες

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Όλι Ρεν: «Η ελληνική κρίση: το μάθημα που πήραμε»

Θυμόσαστε τον Μάρτιο του 2010; Εβδομάδες εντατικών διαβουλεύσεων, τηλεφωνημάτων, ολοήμερων και ολονύκτιων συνεδριάσεων. Στο Συμβούλιο Eurogroup, αλλά και στους διεθνείς εταίρους μας, η ένταση ήταν μεγάλη. Και όμως, τους Ευρωπαίους διακατείχε αίσθημα αποφασιστικότητας και αλληλεγγύης: «Ή κολυμπάμε όλοι μαζί ή πνιγόμαστε».
Έπειτα ήλθε ο Μάιος του 2010. Το Συμβούλιο Eurogroup ενέκρινε τη στήριξη της Ελλάδας με τη χορήγηση δανείου από τις χώρες της ευρωζώνης από κοινού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπό τον όρο ότι θα εφαρμοστεί με αποφασιστικότητα ένα αξιόπιστο πρόγραμμα προσαρμογής ώστε η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε σταθερές βάσεις. Επρόκειτο για καίριας σημασίας αντίδραση, προκειμένου να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολο της ζώνης του ευρώ και να αντιμετωπιστούν οι υποκείμενες ανισορροπίες της Ελλάδας.
Και φτάνουμε τώρα στον Αύγουστο του 2010. Ολοκληρώθηκε η πρώτη εξέταση της εφαρμογής του προγράμματος. Οι ελληνικές αρχές αποδεικνύουν ότι είναι αποφασισμένες να λάβουν τα μέτρα – δραστικά και, σε κάποιες περιπτώσεις, επώδυνα – που απαιτούνται για να αντιστραφεί μια κατάσταση η οποία δεν είναι πλέον βιώσιμη. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Η δημοσιονομική εξυγίανση προχωρεί, μετά τη λήψη σειράς μέτρων προσαρμογής τα οποία ανέρχονται συνολικά σε περίπου 8 % του ΑΕΠ το 2010.
Έχει σημειωθεί πρόοδος στη δημοσιονομική διακυβέρνηση, λόγου χάριν όσον αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής. Προωθούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εκτεινόμενες από την αγορά εργασίας και το συνταξιοδοτικό σύστημα μέχρι το επιχειρηματικό περιβάλλον, ορισμένες μάλιστα νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Παράλληλα, η σύσταση του νέου Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ενισχύει την προσαρμοστικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πρόοδος, η αυστηρή εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν και, στο μέτρο του δυνατού, η υπερκάλυψη των στόχων (π.χ. όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού) αποτελούν καίριας σημασίας παράγοντες για την ανάκτηση της αξιοπιστίας και την αντιμετώπιση των ανισορροπιών. Προκειμένου να ενισχυθούν η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, πρέπει να προχωρήσουν οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων η απελευθέρωση και η κατάργηση των κανονιστικών ρυθμίσεων σε διάφορους τομείς.
Το φιλόδοξο και εμπροσθοβαρές πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας ακολουθεί πορεία επανόδου στη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα ώστε να επιτευχθεί ισχυρότερη και πιο ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη στο μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Η εφαρμογή του με αποφασιστικότητα αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη, τόσο των πολιτών όσο και των επενδυτών.
Γνωρίζω ότι ο ελληνικός μεταρρυθμιστικός ενθουσιασμός δεν έχει ακόμη κατευνάσει τελείως τις εκφραζόμενες ανησυχίες για αναδιάρθρωση του χρέους. Θεωρώ, όμως, αβάσιμες τις ανησυχίες αυτές, για διάφορους αλληλένδετους λόγους.
Πρώτον, το πρόγραμμα είναι αναμφίβολα φιλόδοξο, αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστικό. Με βάση ένα συνετό μακροοικονομικό σενάριο (με το ενδεχόμενο, ως εκ τούτου, θετικών εξελίξεων στην ανάπτυξη), η δυναμική βιώσιμου χρέους αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει χαράξει το πρόγραμμα. Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος διευκολύνεται με διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Δεύτερον, σκοπός του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού θεματολογίου που έχει ενσωματωθεί στο πρόγραμμα είναι να ενισχυθεί το δυναμικό μεσοπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας και, κατ’ επέκταση, να βελτιωθεί η δυναμική βιωσιμότητας του χρέους. Παράλληλα, με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος βελτιώνεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών.
Τρίτον, όσοι υποστηρίζουν την αναδιάρθρωση του χρέους ως λύση για την Ελλάδα τείνουν να υποτιμούν το τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος που συνεπάγεται. Θα είχε σοβαρά επακόλουθα για την ευρύτερη οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας, καθώς και δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο της ζώνης του ευρώ και στην παγκόσμια οικονομία.
Το πολιτικό κόστος θα ήταν καταστροφικό, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τη ζώνη του ευρώ και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Θα ήταν μια ανεπιθύμητη – και άσκοπη – έκβαση που μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί.
Παρόλο που η αξιοπιστία δεν βελτιώνεται «εν μία νυκτί», έχουμε τώρα ενδείξεις βαθμιαίας μεταστροφής της στάσης των αγορών απέναντι στην Ελλάδα. Έχω την πεποίθηση ότι με την πρόοδο της προσαρμογής θα αμβλυνθεί η αντίληψη των κινδύνων, προλειαίνοντας το έδαφος για μια ομαλή επιστροφή, εν τέλει, στην πρόσβαση στις αγορές. Αυτό θα διασκεδάσει επίσης τους φόβους για πιθανή εξουδετέρωση όλων των οφελών του προγράμματος από μια αναδιάρθρωση του χρέους στο τέλος.
Από μια ευρύτερη σκοπιά, η κρίση δημόσιου χρέους και, ειδικότερα, η περίπτωση της Ελλάδας έφεραν στο φως συστημικές αδυναμίες της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από την πρόσφατη κρίση και να αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες ώστε να αποφύγουμε ανάλογες κρίσεις στο μέλλον.
Η Επιτροπή έχει υποβάλει τολμηρές προτάσεις για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης, με τις οποίες θα ενταθεί η προληπτική δημοσιονομική εποπτεία, θα διαμορφωθεί ένα πλαίσιο αντιμετώπισης αναδυόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών και, ως έσχατη λύση όταν η πρόληψη δεν αποδίδει, θα συσταθεί ισχυρός μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων. Σκοπεύω να προτείνω, μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, δέσμη νομοθετικών μέτρων για τη μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης.
Η ελληνική κρίση δεν σηματοδότησε απλώς ένα σημείο καμπής στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά έδωσε και κρίσιμη ώθηση για την αντιμετώπιση των συστημικών αδυναμιών της οικονομικής διακυβέρνησης της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ. Είμαι βέβαιος ότι, με τον τρόπο αυτό, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα γίνει πιο λειτουργική και εύρωστη και, συνεπώς, η ΕΕ θα αναδυθεί από την κρίση ισχυρότερη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου