Σελίδες

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Σαν σήμερα 30 Μαρτίου 1952, εκτελείται με την κατηγορία της κατασκοπείας ο Νίκος Μπελογιάννης

Ο Νίκος Μπελογιάννης (22 Δεκεμβρίου 1915 - 30 Μαρτίου 1952) ήταν Έλληνας κομμουνιστής, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και στέλεχος του ΔΣΕ. Εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη που έμεινε στην ιστορία ως «υπόθεση Μπελογιάννη» και η εκτέλεσή του έλαβαν
μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιακών αντικομμουνιστικών διώξεων.

Προς τιμήν του ονομάστηκαν δρόμοι και οικισμοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία

Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915, από σχετικά εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου). Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Υπήρξε άριστος μαθητής, και εισήλθε με εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, προτού όμως μπορέσει να αποφοιτήσει, συνελήφθη λόγω της εμπλοκής του με το παράνομο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία,[3] στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε από το καθεστώς στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.

Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως πολιτικός επίτροπος και διαφωτιστής. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.

Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.

Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. . Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει. Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.

Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούσαν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπάθησαν να σώσουν τον Μπελογιάννη.

Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή»

Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» του Βουκουρεστίου, αλλά και από το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της Ασφάλειας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.

Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της Ασφάλειας».

Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.

Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 04:10 τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που γέννησε μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς Ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός, στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, ΙΔΕΑτες έτσι ώστε να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και άρρωστος, (οι άλλοι δύο πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου, τάχθηκαν υπέρ των εκτελέσεων, γεγονός που στιγμάτισε τις σχέσεις τους με την Αριστερά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και κήρυξη του Ανένδοτου Αγώνα). Επίσημα όμως διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατάφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη. Συνιστούσε μια «...απότομη οπισθοδρόμηση στις πρακτικές του Εμφυλίου Πολέμου...» από μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα προωθούσε τα μέτρα ειρήνευσης και από ένα πρωθυπουργό που δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1950, υποστηρίζοντας την κατάργηση της θανατικής ποινής.[5]

Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση το όνομά του δόθηκε σε πλατείες και δρόμους σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και σε χωριό στην Ουγγαρία που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει ενάντια των κατηγόρων του με την ιστορική του απολογία. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ» καθώς και ότι «οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του Λαού. Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την Αυγή και το Αύριο, και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων!».

Στην τελευταία του επιστολή, από το κελί των μελλοθανάτων, ο Ν. Μπελογιάννης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο δικών του βιβλίων, με θέματα την οικονομική ιστορία της Ελλάδας και την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αντίστοιχα.[6] Από αυτά τα «χαμένα βιβλία», το πρώτο εκδίδεται το 1998 με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων του ΚΚΕ με τον τίτλο «Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα».[7] Εκεί παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού. Από τα «Δάνεια της Ελευθερίας» του 1824 και τον ερχομό των Βαυαρών μέχρι και την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζεται σαν μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δάνειζαν την χώρα με δυσχερείς, υπό το άρτιο όρους, αποσπώντας τα πολλαπλάσια με την συνέργεια της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Το άλλο έχει τον τίτλο: «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες - Προσχέδια - Σημειώσεις» και το άφησε ανολοκλήρωτο. O Nίκος Mπελογιάννης έγραψε το «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας» περίπου σε μια διετία, στα κρατητήρια της Aσφάλειας και τις φυλακές της Kέρκυρας. Tο έγραψε έγκλειστος, «για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι».[8] Tα χειρόγραφα έβγαζε κρυφά από τη φυλακή ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος. H «Iστορία» του έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, αφού ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να προσεγγίσει τα λογοτεχνικά έργα. H πρώτη έκδοση της «Iστορίας» έγινε με το ψευδώνυμο M. Kουλουριώτης, το 1952, με έξοδα της μητέρας Mπελογιάννη. H δεύτερη έγινε ένα χρόνο μετά, στη Pουμανία, με πρόλογο του Nίκου Zαχαριάδη. H τρίτη έκδοση τυπώθηκε το 1976 από τον οίκο «Πορεία». Tο έργο, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, γράφτηκε επειδή ο Mπελογιάννης «διεπίστωσε ότι έλειπε μια μαρξιστική ιστορία για τους όρους διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους» επισημαίνει η Xριστίνα Nτουνιά. Mπορεί σήμερα να ελέγχεται για την επιστημονική του επάρκεια, αποτελεί όμως τεκμήριο μιας εποχής και μιας πολιτικής «διαφωτισμού» της Aριστεράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου