Ο Δίδιος Ιουλιανός (Marcus Didius Salvius Julianus) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας για τρεις μήνες το έτος 193. Ανέβηκε στον θρόνο εξαγοράζοντάς τον από την πραιτωριανή φρουρά που προηγουμένως δολοφόνησε τον προκάτοχό του Περτίνακα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο του 193-197. Ο Ιουλιανός εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τον διάδοχό του Σεπτίμιο Σεβήρο.
Ο Δίδιος Ιουλιανός ήταν παιδί του Κουίντου Πετρόνιου Δίδιου Σεβήρου και της Αιμιλίας Κλάρας. Ο πατέρας του προερχόταν από γνωστή οικογένεια στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) και η μητέρα του ήταν Αφρικανή αλλά με Ρωμαϊκές ρίζες και σχέσεις με την τάξη των υπάτων. Αδέρφια του ήταν οι Δίδιος Πρόκουλος και ο Δίδιος Νούμμιος Αλβίνος. Τα γενέθλιά του αναφέρονται είτε ως 30 Ιανουαρίου του 133 (από τον Δίωνα Κάσσιο) ή ως 2 Φεβρουαρίου 137 (στην «Ιστορία των Αυγούστων» ). Ο Ιουλιανός μεγάλωσε με τη Δομιτία Λουκίλλα, μητέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Με τη βοήθειά της κατάφερε πολύ νέος να διοριστεί Vigintisexviri, ένα χαμηλό αξίωμα που του άνοιξε τις πόρτες προς μεγαλύτερες πολιτικές θέσεις. Παντρεύτηκε την Μανλία Σκαντίλλα και περί του 153 απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Δίδια Κλάρα.
Εργάστηκε διαδοχικά σαν Κυαίστωρας (κατήγορος), Αηδίλιος (αγορανόμος) και γύρω στο 162 ως Πραίτωρας. Προτάθηκε να γίνει διοικητής της 22ης Λεγεώνας Πριμιγένια στο Μογοντιάκουμ (σημερινό Μάιντς της Γερμανίας). Ξεκινώντας στα 170, έγινε περιφερειάρχης (praefectus) της Βελγικής Γαλατίας για πέντε χρόνια. Λόγω της ανδρείας του στην κατάπνιξη της ανταρσίας της γερμανικής φυλής των Χάττων στον Έλβα ποταμό διορίστικε ύπατος (consul) μαζί με τον Πέρτιναξ το 175. Διακρίθηκε επίσης σε άλλη εκστρατεία ενάντια των Χάττων, ενώ κυβέρνησε τη Δαλματία, την Ελάσσωνα Γερμανία και αργότερα έγινε υπεύθυνος για τη διανομή χρημάτων σε άπορους της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή κατηγορήθηκε ότι συνομότησε για να σκοτώσει τον Κόμμοδο, αλλά αθωώθηκε και είχε την τύχη να δει να τιμωρείται ο κατήγορός του. Κυβέρνησε επίσης τη Βιθυνία και διαδέχτηκε τον Πέρτιναξ ως ανθύπατος της Αφρικής.
Μετά τη δολοφονία του Περτίνακα (28 Μαρτίου 193), οι Πραιτωριανοί εκτελεστές ανακοίνωσαν ότι ο θρόνος θα «πωλείτο» σε όποιον προσέφερε τα περισσότερα. Ο περιφερειάρχης της Ρώμης Τίτος Φλάβιος Σουλπικιανός (γαμπρός του νεκρού Πέρτινακα) που βρισκόταν σε στρατόπεδο με σκοπό να κατευνάσει τα εκεί στρατεύματα έκανε την πρώτη προσφορά. Ο Ιουλιανός ξυπνήθηκε από τη γυναίκα και την κόρη του μετά από ένα μικρό συμπόσιο και έτρεξε στο σημείο, αλλά του αρνήθηκε η είσοδος. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει τη δική του προσφορά έξω από τη πύλη φωνάζοντας. Καθώς η δημοπρασία συνεχίζόταν, οι στρατιώτες ενημέρωναν τους δύο αντιπάλους (εντός και εκτός του στρατώνα) για τις προσφορές του άλλου. Τελικά, ο Σουλπικιάνος υποσχέθηκε 20.000 σεστέρτια σε κάθε στρατιώτη και ο Ιουλιανός, φοβούμενος πως θα χάσει το θρόνο, προσέφερε 25.000. Οι φρουροί έκλεισαν συμφωνία με τον Ιουλιανό αμέσως, άνοιξαν τις πύλες και τον αναφώνησαν «Κόμμοδο», δίδοντάς του τον τίτλο του αυτοκράτορα. Υπό την στρατιωτική απειλή, η Γερουσία τον απεδέχθη ως αυτοκράτορα. Η γυναίκα και η κόρη του έλαβαν επίσης τον τίτλο της «Αυγούστας».
Ο Ιουλιανός υποτίμησε αμέσως το ρωμαϊκό νόμισμα, μειώνοντας τη συγκέντρωση (πυκνότητα) αργύρου στο δηνάριο από 87% στο 81,5% με το ακριβές βάρος του ασημιού να πέφτει από 2,75 σε 2,40 γραμμάρια. Παρά το γεγονός ότι η αρχική σύγχυση υποχώρησε, οι Ρωμαίοι δεν έχαψαν το συμβάν αυτό που θεωρήθηκε προσβολή. Κάθε φορά που ο Ιουλιανός εμφανιζόταν δημοσίως, οι πολίτες τον αποδοκίμαζαν με βογγητά και κατάρες, αποκαλώντας τον «πατροκτόνο» και «ληστή». Ο όχλος προσπάθησε να τον παρεμποδίσει να μεταβεί στη Σύγκλητο και του πέταξε ακόμα και πέτρες. Όταν τα νέα της δημόσιας ανταρσίας διαδόθηκαν στην αυτοκρατορία, οι στρατηγοί Πεσκέννιος Νίγηρας της Συρίας, Σεπτίμιος Σεβήρος της Παννονίας και Κλόδιος Αλβίνος της Βρετανίας (ο καθένας με τρεις λεγεώνες στη διάθεσή του) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την νομιμότητα του Ιουλιανού.
Ο Ιουλιανός ανακήρυξε τον Σεβήρο νούμερο ένα εχθρό του, καθώς ο τελευταίος ήταν ο πιο κοντινός γεωγραφικά αντίπαλός του. Διορίστηκε καινούριος στρατηγός στη θέση του και απεστάλη εκατονταρχία για να τον σκοτώσει. Όμως, η Πραιτωριανή Φρουρά που είχε καιρό να ασχοληθεί με πραγματικές μάχες σε μέτωπα αποσύρθηκε στο Πεδίον του Άρεως και άρχισε να εκπαιδεύεται στην κατασκευή φραγμάτων και άλλων πολεμικών έργων. Εν τω μεταξύ, ο Σεβήρος, που κέρδισε την εύνοια του Αλβίνου που τον αποδέχθηκε ως Καίσαρα, προέλαυνε προς τη Ρώμη αποκτώντας τον έλεγχο του στόλου της Ραβέννας και νικώντας τον Πραιτωριανό Τούλιο Κρισπίνο που προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο Σεβήρος πήρε επίσης με το μέρος του τους συμβούλους του Ιουλιανού που επιχείρησαν να μεταβάλλουν τη γνώμη των στρατιωτών του. Η πραιτωριανή φρουρά βουτηγμένη στην κραιπάλη και τη νωθρότητα δεν μπόρεσε, φυσικά, να φέρει την πραγματική αντίσταση. Καθώς τα πράγματα γίνονταν απελπιστικά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να διαπραγματευτεί, προσφέροντας τη μοιρασιά του θρόνου στον αντίπαλό του. Ο Σεβήρος αγνόησε τα ανοίγματα αυτά και προχώρησε προς την Ιταλία με τον λαό να τον υποστηρίζει παντού στο πέρασμά του.
Εν τέλει, όταν οι Πραιτωριανοί έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι δε θα πάθαιναν τίποτα αν έδιναν τα ονόματα των δολοφόνων του Περτίνακα, συνέλαβαν τους πρωτεργάτες και ενημέρωσαν τη Γερουσία για τα πεπραγμένα τους. Η Γερουσία πέρασε πρόταση που ανακήρυττε τον Σεπτίμιο Σεβήρο αυτοκράτορα, θεοποιώντας τον Πέρτινακα και καταδικάζοντας παράλληλα τον Ιουλιανό σε θάνατο. Ο Ιουλιανός εγκαταλείφθηκε από όλους εκτός ενός εκ των πραιτωριανών και τον γαμπρό του Ρεπεντίνο. Σκοτώθηκε στο παλάτι του από ένα στρατιώτη τον τρίτο μήνα της κυριαρχίας του (Ιούνιο του 193). Ο Σεβήρος εκτέλεσε τους δολοφόνους του Περτίνακα και απέλυσε το σώμα των πραιτωριανών.
Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο που ζούσε στη Ρώμη την εποχή εκείνη, τα τελευταία λόγια του Ιουλιανού ήταν «Μα, τι κακό έκανα; Ποιόν σκότωσα;» Το πτώμα του δόθηκε στη γυναίκα και την κόρη του που το έθαψαν στον τάφο του προπάπου του επί της Οδού Λαβικάνα.
Ο Δίδιος Ιουλιανός ήταν παιδί του Κουίντου Πετρόνιου Δίδιου Σεβήρου και της Αιμιλίας Κλάρας. Ο πατέρας του προερχόταν από γνωστή οικογένεια στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) και η μητέρα του ήταν Αφρικανή αλλά με Ρωμαϊκές ρίζες και σχέσεις με την τάξη των υπάτων. Αδέρφια του ήταν οι Δίδιος Πρόκουλος και ο Δίδιος Νούμμιος Αλβίνος. Τα γενέθλιά του αναφέρονται είτε ως 30 Ιανουαρίου του 133 (από τον Δίωνα Κάσσιο) ή ως 2 Φεβρουαρίου 137 (στην «Ιστορία των Αυγούστων» ). Ο Ιουλιανός μεγάλωσε με τη Δομιτία Λουκίλλα, μητέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Με τη βοήθειά της κατάφερε πολύ νέος να διοριστεί Vigintisexviri, ένα χαμηλό αξίωμα που του άνοιξε τις πόρτες προς μεγαλύτερες πολιτικές θέσεις. Παντρεύτηκε την Μανλία Σκαντίλλα και περί του 153 απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Δίδια Κλάρα.
Εργάστηκε διαδοχικά σαν Κυαίστωρας (κατήγορος), Αηδίλιος (αγορανόμος) και γύρω στο 162 ως Πραίτωρας. Προτάθηκε να γίνει διοικητής της 22ης Λεγεώνας Πριμιγένια στο Μογοντιάκουμ (σημερινό Μάιντς της Γερμανίας). Ξεκινώντας στα 170, έγινε περιφερειάρχης (praefectus) της Βελγικής Γαλατίας για πέντε χρόνια. Λόγω της ανδρείας του στην κατάπνιξη της ανταρσίας της γερμανικής φυλής των Χάττων στον Έλβα ποταμό διορίστικε ύπατος (consul) μαζί με τον Πέρτιναξ το 175. Διακρίθηκε επίσης σε άλλη εκστρατεία ενάντια των Χάττων, ενώ κυβέρνησε τη Δαλματία, την Ελάσσωνα Γερμανία και αργότερα έγινε υπεύθυνος για τη διανομή χρημάτων σε άπορους της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή κατηγορήθηκε ότι συνομότησε για να σκοτώσει τον Κόμμοδο, αλλά αθωώθηκε και είχε την τύχη να δει να τιμωρείται ο κατήγορός του. Κυβέρνησε επίσης τη Βιθυνία και διαδέχτηκε τον Πέρτιναξ ως ανθύπατος της Αφρικής.
Μετά τη δολοφονία του Περτίνακα (28 Μαρτίου 193), οι Πραιτωριανοί εκτελεστές ανακοίνωσαν ότι ο θρόνος θα «πωλείτο» σε όποιον προσέφερε τα περισσότερα. Ο περιφερειάρχης της Ρώμης Τίτος Φλάβιος Σουλπικιανός (γαμπρός του νεκρού Πέρτινακα) που βρισκόταν σε στρατόπεδο με σκοπό να κατευνάσει τα εκεί στρατεύματα έκανε την πρώτη προσφορά. Ο Ιουλιανός ξυπνήθηκε από τη γυναίκα και την κόρη του μετά από ένα μικρό συμπόσιο και έτρεξε στο σημείο, αλλά του αρνήθηκε η είσοδος. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει τη δική του προσφορά έξω από τη πύλη φωνάζοντας. Καθώς η δημοπρασία συνεχίζόταν, οι στρατιώτες ενημέρωναν τους δύο αντιπάλους (εντός και εκτός του στρατώνα) για τις προσφορές του άλλου. Τελικά, ο Σουλπικιάνος υποσχέθηκε 20.000 σεστέρτια σε κάθε στρατιώτη και ο Ιουλιανός, φοβούμενος πως θα χάσει το θρόνο, προσέφερε 25.000. Οι φρουροί έκλεισαν συμφωνία με τον Ιουλιανό αμέσως, άνοιξαν τις πύλες και τον αναφώνησαν «Κόμμοδο», δίδοντάς του τον τίτλο του αυτοκράτορα. Υπό την στρατιωτική απειλή, η Γερουσία τον απεδέχθη ως αυτοκράτορα. Η γυναίκα και η κόρη του έλαβαν επίσης τον τίτλο της «Αυγούστας».
Ο Ιουλιανός υποτίμησε αμέσως το ρωμαϊκό νόμισμα, μειώνοντας τη συγκέντρωση (πυκνότητα) αργύρου στο δηνάριο από 87% στο 81,5% με το ακριβές βάρος του ασημιού να πέφτει από 2,75 σε 2,40 γραμμάρια. Παρά το γεγονός ότι η αρχική σύγχυση υποχώρησε, οι Ρωμαίοι δεν έχαψαν το συμβάν αυτό που θεωρήθηκε προσβολή. Κάθε φορά που ο Ιουλιανός εμφανιζόταν δημοσίως, οι πολίτες τον αποδοκίμαζαν με βογγητά και κατάρες, αποκαλώντας τον «πατροκτόνο» και «ληστή». Ο όχλος προσπάθησε να τον παρεμποδίσει να μεταβεί στη Σύγκλητο και του πέταξε ακόμα και πέτρες. Όταν τα νέα της δημόσιας ανταρσίας διαδόθηκαν στην αυτοκρατορία, οι στρατηγοί Πεσκέννιος Νίγηρας της Συρίας, Σεπτίμιος Σεβήρος της Παννονίας και Κλόδιος Αλβίνος της Βρετανίας (ο καθένας με τρεις λεγεώνες στη διάθεσή του) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την νομιμότητα του Ιουλιανού.
Ο Ιουλιανός ανακήρυξε τον Σεβήρο νούμερο ένα εχθρό του, καθώς ο τελευταίος ήταν ο πιο κοντινός γεωγραφικά αντίπαλός του. Διορίστηκε καινούριος στρατηγός στη θέση του και απεστάλη εκατονταρχία για να τον σκοτώσει. Όμως, η Πραιτωριανή Φρουρά που είχε καιρό να ασχοληθεί με πραγματικές μάχες σε μέτωπα αποσύρθηκε στο Πεδίον του Άρεως και άρχισε να εκπαιδεύεται στην κατασκευή φραγμάτων και άλλων πολεμικών έργων. Εν τω μεταξύ, ο Σεβήρος, που κέρδισε την εύνοια του Αλβίνου που τον αποδέχθηκε ως Καίσαρα, προέλαυνε προς τη Ρώμη αποκτώντας τον έλεγχο του στόλου της Ραβέννας και νικώντας τον Πραιτωριανό Τούλιο Κρισπίνο που προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο Σεβήρος πήρε επίσης με το μέρος του τους συμβούλους του Ιουλιανού που επιχείρησαν να μεταβάλλουν τη γνώμη των στρατιωτών του. Η πραιτωριανή φρουρά βουτηγμένη στην κραιπάλη και τη νωθρότητα δεν μπόρεσε, φυσικά, να φέρει την πραγματική αντίσταση. Καθώς τα πράγματα γίνονταν απελπιστικά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να διαπραγματευτεί, προσφέροντας τη μοιρασιά του θρόνου στον αντίπαλό του. Ο Σεβήρος αγνόησε τα ανοίγματα αυτά και προχώρησε προς την Ιταλία με τον λαό να τον υποστηρίζει παντού στο πέρασμά του.
Εν τέλει, όταν οι Πραιτωριανοί έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι δε θα πάθαιναν τίποτα αν έδιναν τα ονόματα των δολοφόνων του Περτίνακα, συνέλαβαν τους πρωτεργάτες και ενημέρωσαν τη Γερουσία για τα πεπραγμένα τους. Η Γερουσία πέρασε πρόταση που ανακήρυττε τον Σεπτίμιο Σεβήρο αυτοκράτορα, θεοποιώντας τον Πέρτινακα και καταδικάζοντας παράλληλα τον Ιουλιανό σε θάνατο. Ο Ιουλιανός εγκαταλείφθηκε από όλους εκτός ενός εκ των πραιτωριανών και τον γαμπρό του Ρεπεντίνο. Σκοτώθηκε στο παλάτι του από ένα στρατιώτη τον τρίτο μήνα της κυριαρχίας του (Ιούνιο του 193). Ο Σεβήρος εκτέλεσε τους δολοφόνους του Περτίνακα και απέλυσε το σώμα των πραιτωριανών.
Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο που ζούσε στη Ρώμη την εποχή εκείνη, τα τελευταία λόγια του Ιουλιανού ήταν «Μα, τι κακό έκανα; Ποιόν σκότωσα;» Το πτώμα του δόθηκε στη γυναίκα και την κόρη του που το έθαψαν στον τάφο του προπάπου του επί της Οδού Λαβικάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου