Η Λίντα Αλμα (ψευδώνυμο της Ελένης Μαλιούφα) ήταν χορεύτρια και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν μωρό κι έτσι τα οικογενειακά χρέη ανέλαβε πλήρως η μητέρα της, φροντίζοντας για τις δύο κόρες της. Και οι δύο στράφηκαν, παραδόξως, από νωρίς σε καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Η νεαρή Ελένη επέλεξε το χορό, φροντίζοντας να
παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή κλασικού χορού Μαριάνοβ (θα ακολουθούσαν πολύ αργότερα σπουδές στη σχολή Πρεομπραζένσκα στο Παρίσι και Γιασβίνσκι και Κέιτον των ΗΠΑ). Η αδελφή της Ιώ, επέλεξε αντίστοιχα την υποκριτική, αρχίζοντας την καριέρα της από τη Μάντρα του Αττίκ ως Κίττυ Αλμα, αφού αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο θέλησε να της δώσει ο ίδιος ο Αττίκ. Η πορεία της Κίττυ στο θέατρο θα τελείωνε για οικογενειακούς λόγους νωρίς, το ψευδώνυμο όμως θα το «δανειζόταν» η Ελένη, ακολουθώντας το δικό της καλλιτεχνικό δρόμο ως Λίντα Αλμα.
Το ντεμπούτο της η Λίντα Αλμα το έκανε επί Κατοχής, το 1943, ως χορεύτρια στο βαριετέ του Λάσκου, στο «Αλκαζάρ», χάρη στον Απόλλωνα Γαβριηλίδη. Εκείνος ήταν που την είχε ανακαλύψει βλέποντάς την να χορεύει στη σχολή Μαριάνοβ. Σταθμός στην 30χρονη καριέρα της ήταν, όμως, αναμφισβήτητα η γνωριμία της με τον Γιάννη Φλερύ. Γνωστός χορογράφος και χορευτής εκείνος αποτελούσε καλλιτεχνικό ντουέτο με την Μπέλα Σμάρω. Η τελευταία είχε κάποιο ατύχημα κι έτσι ο Φλερύ άρχισε να ψάχνει για αντικαταστάτρια. «Ο Μίμης Κοκκίνης, ο κωμικός», διηγείτο η ίδια η Αλμα στον Δημήτρη Γκιώνη για τη γνωριμία της με τον Φλερύ, «είχε έρθει ένα βράδυ στο βαριετέ "Παναθήναια" όπου χόρευα. Εκανα ένα ντουέτο με την αδελφή μου. Του άρεσα και είπε στον Γιάννη να έρθει να με δει. Ηρθε κι από τότε δεν χωρίσαμε για 28 ολόκληρα χρόνια».
Μαζί θα τους έβλεπε και η Εντίθ Πιαφ που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1946 για να εμφανιστεί 15 ημέρες στο κέντρο «Μαϊάμι», όπου χόρευε και το ντουέτο Φλερύ-Αλμα. Η Πιαφ τους είδε, ενθουσιάστηκε και τους προσκάλεσε να την ακολουθήσουν σε μία μεγάλη τουρνέ. Τον ίδιο χρόνο, πράγματι, το χορευτικό ζεύγος έκανε το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στο θέατρο «Ετουάλ» του Παρισιού, κοντά στην Πιαφ. Ακολούθησαν 5 υπέροχα χρόνια περιοδειών σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ' αυτά τα 5 δημιουργικότερα χρόνια της ζωής της η Αλμα και ο Φλερύ γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν και με τον Αζναβούρ, τον Ιβ Μοντάν, τον Ζακ Μπρελ, τον Μπουρβίλ και τον Αμερικανό τηλεοπτικό αστέρα Εντ Σάλιβαν.
Το 1952 το καλλιτεχνικό ζεύγος επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε όλα τα μεγάλα μουσικά θέατρα στην Αθήνα και την επαρχία. Παράλληλα εμφανίζονται και σε ταινίες, όπως «Χαρούμενο Ξεκίνημα», «Στουρνάρα 288», «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», «Δυο χιλιάδες ναύτες κι ένα κορίτσι» κ.ά.
Αν η γνωριμία της με τον Φλερύ και αυτή με την Πιαφ ήταν οι δύο μεγαλύτεροι καλλιτεχνικοί σταθμοί στην καριέρα της, η γνωριμία της το 1955 με τον Μάνο Κατράκη ήταν ασφαλώς ο μεγαλύτερος σταθμός της προσωπικής της ζωής. Γι' αυτή την γνωριμία η ίδια είχε διηγηθεί στον Δημήτρη Γκιώνη: «Τον γνώρισα όταν ίδρυε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, στο Πεδίο του Αρεως. Τον γνώρισα βλέποντας μια παράστασή του. (...) Δεν τον είχα ξαναδεί στο θέατρο. Επαιζε στο Θέατρο Αθηνών το "Τέλος του ταξιδιού" του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. "Ελα να δεις αυτή την παράσταση", μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ' εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ηταν κάτι καινούργιο για μένα - κι ας είχα γνωρίσει με την Πιαφ τόσους μεγάλους. Ετσι αρχίσαμε...».
Ετσι άρχισε μια ιστορία που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. «Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο», θυμόταν η ίδια στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» το 1985, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κατράκη, «άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος: να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα 'μαθε».
Ο Κατράκης σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον Αλέξη Κομνηνό (συνεντεύξεις που μετά το θάνατο του ηθοποιού βγήκαν σε βιβλίο) αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πρόσθετε δε ότι ο ίδιος της έδωσε μάλλον πίκρες. Ισως γιατί, όπως η ίδια εξηγούσε αργότερα, «πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω μια καλύτερη ζωή. Γιατί μαζί του στερήθηκα πολλά πράγματα κι αυτό τον ενοχλούσε. Πίστευε ότι θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη καριέρα. Πίστευε πολύ σε μένα, σαν χορεύτρια...».
Η Άλμα θα ταυτιζόταν μαζί του και θα έφτανε η στιγμή που θα συμμεριζόταν και τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, για τις οποίες, όπως είναι γνωστό, ο Κατράκης είχε «ταλαιπωρηθεί» ιδιαίτερα. «Συμμεριζόμουν ό,τι κι αν έκανε, γιατί ήξερα ότι δεν το έκανε από υστεροβουλία. Ηταν ένας ιδεολόγος...», έλεγε εκείνη για το σύντροφό της.
Με προσωπικό κόπο η ίδια μετά το θάνατό του οργάνωσε το αρχείο του. Μία από τις τελευταίες της έγνοιες ήταν μάλιστα η αξιοποίηση όλου αυτού του θεατρικού υλικού που άφησε ο Μάνος Κατράκης (σκηνικά, κοστούμια, αφίσες, μαγνητοταινίες κι άλλα αντικείμενα από τις θεατρικές του παραστάσεις). Κοντά της μέχρι το τέλος η αδερφή της, Ιώ Θεοφίλου και ο ανιψιός της Δημήτρης Θεοφίλου, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Στάδιον», όπου και έμενε η Λίντα Αλμα. Απεβίωσε ξεχασμένη τον Αύγουστο του 1999. Κηδεύτηκε στον ίδιο τάφο με τον Κατράκη, στο Α΄ Νεκροταφείο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν μωρό κι έτσι τα οικογενειακά χρέη ανέλαβε πλήρως η μητέρα της, φροντίζοντας για τις δύο κόρες της. Και οι δύο στράφηκαν, παραδόξως, από νωρίς σε καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Η νεαρή Ελένη επέλεξε το χορό, φροντίζοντας να
παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή κλασικού χορού Μαριάνοβ (θα ακολουθούσαν πολύ αργότερα σπουδές στη σχολή Πρεομπραζένσκα στο Παρίσι και Γιασβίνσκι και Κέιτον των ΗΠΑ). Η αδελφή της Ιώ, επέλεξε αντίστοιχα την υποκριτική, αρχίζοντας την καριέρα της από τη Μάντρα του Αττίκ ως Κίττυ Αλμα, αφού αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο θέλησε να της δώσει ο ίδιος ο Αττίκ. Η πορεία της Κίττυ στο θέατρο θα τελείωνε για οικογενειακούς λόγους νωρίς, το ψευδώνυμο όμως θα το «δανειζόταν» η Ελένη, ακολουθώντας το δικό της καλλιτεχνικό δρόμο ως Λίντα Αλμα.
Το ντεμπούτο της η Λίντα Αλμα το έκανε επί Κατοχής, το 1943, ως χορεύτρια στο βαριετέ του Λάσκου, στο «Αλκαζάρ», χάρη στον Απόλλωνα Γαβριηλίδη. Εκείνος ήταν που την είχε ανακαλύψει βλέποντάς την να χορεύει στη σχολή Μαριάνοβ. Σταθμός στην 30χρονη καριέρα της ήταν, όμως, αναμφισβήτητα η γνωριμία της με τον Γιάννη Φλερύ. Γνωστός χορογράφος και χορευτής εκείνος αποτελούσε καλλιτεχνικό ντουέτο με την Μπέλα Σμάρω. Η τελευταία είχε κάποιο ατύχημα κι έτσι ο Φλερύ άρχισε να ψάχνει για αντικαταστάτρια. «Ο Μίμης Κοκκίνης, ο κωμικός», διηγείτο η ίδια η Αλμα στον Δημήτρη Γκιώνη για τη γνωριμία της με τον Φλερύ, «είχε έρθει ένα βράδυ στο βαριετέ "Παναθήναια" όπου χόρευα. Εκανα ένα ντουέτο με την αδελφή μου. Του άρεσα και είπε στον Γιάννη να έρθει να με δει. Ηρθε κι από τότε δεν χωρίσαμε για 28 ολόκληρα χρόνια».
Μαζί θα τους έβλεπε και η Εντίθ Πιαφ που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1946 για να εμφανιστεί 15 ημέρες στο κέντρο «Μαϊάμι», όπου χόρευε και το ντουέτο Φλερύ-Αλμα. Η Πιαφ τους είδε, ενθουσιάστηκε και τους προσκάλεσε να την ακολουθήσουν σε μία μεγάλη τουρνέ. Τον ίδιο χρόνο, πράγματι, το χορευτικό ζεύγος έκανε το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στο θέατρο «Ετουάλ» του Παρισιού, κοντά στην Πιαφ. Ακολούθησαν 5 υπέροχα χρόνια περιοδειών σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ' αυτά τα 5 δημιουργικότερα χρόνια της ζωής της η Αλμα και ο Φλερύ γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν και με τον Αζναβούρ, τον Ιβ Μοντάν, τον Ζακ Μπρελ, τον Μπουρβίλ και τον Αμερικανό τηλεοπτικό αστέρα Εντ Σάλιβαν.
Το 1952 το καλλιτεχνικό ζεύγος επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε όλα τα μεγάλα μουσικά θέατρα στην Αθήνα και την επαρχία. Παράλληλα εμφανίζονται και σε ταινίες, όπως «Χαρούμενο Ξεκίνημα», «Στουρνάρα 288», «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», «Δυο χιλιάδες ναύτες κι ένα κορίτσι» κ.ά.
Αν η γνωριμία της με τον Φλερύ και αυτή με την Πιαφ ήταν οι δύο μεγαλύτεροι καλλιτεχνικοί σταθμοί στην καριέρα της, η γνωριμία της το 1955 με τον Μάνο Κατράκη ήταν ασφαλώς ο μεγαλύτερος σταθμός της προσωπικής της ζωής. Γι' αυτή την γνωριμία η ίδια είχε διηγηθεί στον Δημήτρη Γκιώνη: «Τον γνώρισα όταν ίδρυε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, στο Πεδίο του Αρεως. Τον γνώρισα βλέποντας μια παράστασή του. (...) Δεν τον είχα ξαναδεί στο θέατρο. Επαιζε στο Θέατρο Αθηνών το "Τέλος του ταξιδιού" του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. "Ελα να δεις αυτή την παράσταση", μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ' εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ηταν κάτι καινούργιο για μένα - κι ας είχα γνωρίσει με την Πιαφ τόσους μεγάλους. Ετσι αρχίσαμε...».
Ετσι άρχισε μια ιστορία που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. «Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο», θυμόταν η ίδια στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» το 1985, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κατράκη, «άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος: να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα 'μαθε».
Ο Κατράκης σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον Αλέξη Κομνηνό (συνεντεύξεις που μετά το θάνατο του ηθοποιού βγήκαν σε βιβλίο) αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πρόσθετε δε ότι ο ίδιος της έδωσε μάλλον πίκρες. Ισως γιατί, όπως η ίδια εξηγούσε αργότερα, «πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω μια καλύτερη ζωή. Γιατί μαζί του στερήθηκα πολλά πράγματα κι αυτό τον ενοχλούσε. Πίστευε ότι θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη καριέρα. Πίστευε πολύ σε μένα, σαν χορεύτρια...».
Η Άλμα θα ταυτιζόταν μαζί του και θα έφτανε η στιγμή που θα συμμεριζόταν και τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, για τις οποίες, όπως είναι γνωστό, ο Κατράκης είχε «ταλαιπωρηθεί» ιδιαίτερα. «Συμμεριζόμουν ό,τι κι αν έκανε, γιατί ήξερα ότι δεν το έκανε από υστεροβουλία. Ηταν ένας ιδεολόγος...», έλεγε εκείνη για το σύντροφό της.
Με προσωπικό κόπο η ίδια μετά το θάνατό του οργάνωσε το αρχείο του. Μία από τις τελευταίες της έγνοιες ήταν μάλιστα η αξιοποίηση όλου αυτού του θεατρικού υλικού που άφησε ο Μάνος Κατράκης (σκηνικά, κοστούμια, αφίσες, μαγνητοταινίες κι άλλα αντικείμενα από τις θεατρικές του παραστάσεις). Κοντά της μέχρι το τέλος η αδερφή της, Ιώ Θεοφίλου και ο ανιψιός της Δημήτρης Θεοφίλου, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Στάδιον», όπου και έμενε η Λίντα Αλμα. Απεβίωσε ξεχασμένη τον Αύγουστο του 1999. Κηδεύτηκε στον ίδιο τάφο με τον Κατράκη, στο Α΄ Νεκροταφείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου