Ο Κωνσταντίνος Α΄ (ή ΙΒ΄) (21 Ιουλίου του 1868 - 11 Ιανουαρίου 1923), ήταν βασιλιάς των Ελλήνων τις περιόδους 1913-1917 και 1920-1922. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με κρίσιμες περόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, την αντιπαράθεσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Εθνικό Διχασμό ως τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας. Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του παππού του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες που είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα.
Κατά τη γέννησή του, ο Γεώργιος του έδωσε τον τίτλο του «Δουκός της Σπάρτης» (μετά από έντονη διαμάχη στη Βουλή, καθώς το Σύνταγμα απαγόρευε την απονομή ή αναγνώριση τίτλων ευγενείας σε Έλληνες), σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσίας.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1889 ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε στην Αθήνα τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας, Γουλιέλμου Β΄, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία από τα οποία βασίλευσαν:
Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ των Ελλήνων (1890-1947)
Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ των Ελλήνων (1893-1920)
Πριγκίπισσα Ελένη (1896-1982), Βασιλομήτωρ Ελένη της Ρουμανίας
Βασιλιάς Παύλος Α΄ των Ελλήνων (1901-1964)
Πριγκίπισσα Ειρήνη (1904-1974), Δούκισσα της Αόστης
Πριγκίπισσα Αικατερίνη (1913-2007), Λαίδη Μπράντραμ
Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, έπειτα από πίεση του πρωθυπουργού Δηλιγιάννη. Εν τούτοις, θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους αξιωματικούς ο βασικός υπαίτιος της ήττας, αφ' ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης, και αφ' ετέρου για να καλύψουν οι αξιωματικοί που τον κατηγορούσαν και τη δική τους ευθύνη. Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Θεοτόκη ανέθεσε στον διάδοχο την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το έργο του διαδόχου ήταν πράγματι αξιόλογο, αλλά σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος αξιωματικών οι οποίοι φαινόταν ότι απολάμβαναν προνομιακής μεταχείρισης. Αυτοί οι αξιωματικοί, αν και ικανότατοι, όπως οι Β. Δούσμανης, Ι. Μεταξάς, Ξ. Στρατηγός, Ι. Παπαβασιλείου κ.ά., ήταν επίσης αρκετά αλαζόνες με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την εχθρότητα πολλών αξιωματικών επειδή δεν βρίσκονταν στη θέση τους.
Το 1909 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν κίνημα για να αναδιοργανώσουν τη χώρα, χωρίς όμως να λείπουν οι προσωπικές επιδιώξεις των πρωτοστατούντων. Ένα από τα στοιχεία της κριτικής τους αποτέλεσε η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του διαδόχου και των αδελφών του, όπως και η αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Για να μην αναγκαστεί ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν.
Το 1912 τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. Βαλκανικοί πόλεμοι). Με ηγέτη τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έφερε εις επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο.
Μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρα ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στο λαό, μέρος του οποίου ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ΄», και περίμενε από αυτόν και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά, ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστροουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθηνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρούταν ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη, και ιδιαίτερα την Καβάλα. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπεί στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι τη ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον βασιλιά.
Εντούτοις, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου κέρδισαν τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και το Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς την βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε - χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου - τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια μέρα, υπερβαίνοντας τα συνταγματικά του δικαίωματα, απέπεμψε τον πρωθυπουργό, και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν.
Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση, και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η - κατόπιν έγκρισης από την Αθήνα - παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανοβουλγαρική δύναμη, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές, απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν δε τον Αύγουστο ξεκίνησε η βουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε.
Η δημιουργία του «Κράτους Εθνικής Αμύνης», σε συνδυασμό με τις αξιώσεις των Συμμάχων για παράδοση του στόλου και λοιπού οπλισμού, οδήγησαν σε συγκρούσεις με Γάλλους και Βρετανούς ναύτες (που οδήγησαν και στο βομβαρδισμό των Ανακτόρων). Η έξαψη των οπαδών του Κωνσταντίνου οδήγησε στα λεγόμενα «Νοεμβριανά» επεισόδια κατά επιφανών βενιζελικών, και κορυφώθηκε με το περίφημο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου, στο οποίο μάλιστα πρωτοστάτησε ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν την οριστική ρήξη ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στη "βασιλική Ελλάδα". Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Ο διάδοχος, Γεώργιος Β΄, θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή καθώς είχε υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό. Έτσι, ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, και αναχώρησε με την οικογένειά του για την Ελβετία. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στον Βενιζέλο.
Τον Ιούλιο του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις - που περιλάμβαναν και τη Σμύρνη - στη Διάσκεψη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις Βερσαλλίες. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου». Τον Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε τη βρετανική υποστήριξη για μια ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό τον στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο βασιλιάς Αλέξανδρος έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα και πέθανε στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου.
Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Κωνσταντίνος επανήλθε στο θρόνο, επιστρέφοντας στη χώρα δύο εβδομάδες αργότερα. Οι μοναδικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, οι Άγγλοι, διαφωνώντας με την επιστροφή του Κωνσταντίνου, έπαψαν να την υποστηρίζουν τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά.
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά και παρά το γεγονός ότι κυρίαρχο εκλογικό σύνθημα της φιλοβασιλικής παράταξης ήταν το «οίκαδε», η επιστροφή δηλαδή των στρατιωτών από το μέτωπο. Το Μάιο του 1921 ο βασιλιάς αναχώρησε για να αναλάβει την ονομαστική αρχιστρατηγία του στρατού στη Μικρά Ασία. Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη, την έκαψαν, τη λεηλάτησαν.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά, και απαίτησε την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β'.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε στο Παλέρμο της Σικελίας. Ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας, στην Ιταλία. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας, το 1936, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέστειλε το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο Μπρίντιζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης στην εξορία. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο, στο Τατόι.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας. Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του παππού του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες που είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα.
Κατά τη γέννησή του, ο Γεώργιος του έδωσε τον τίτλο του «Δουκός της Σπάρτης» (μετά από έντονη διαμάχη στη Βουλή, καθώς το Σύνταγμα απαγόρευε την απονομή ή αναγνώριση τίτλων ευγενείας σε Έλληνες), σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσίας.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1889 ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε στην Αθήνα τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας, Γουλιέλμου Β΄, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία από τα οποία βασίλευσαν:
Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ των Ελλήνων (1890-1947)
Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ των Ελλήνων (1893-1920)
Πριγκίπισσα Ελένη (1896-1982), Βασιλομήτωρ Ελένη της Ρουμανίας
Βασιλιάς Παύλος Α΄ των Ελλήνων (1901-1964)
Πριγκίπισσα Ειρήνη (1904-1974), Δούκισσα της Αόστης
Πριγκίπισσα Αικατερίνη (1913-2007), Λαίδη Μπράντραμ
Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, έπειτα από πίεση του πρωθυπουργού Δηλιγιάννη. Εν τούτοις, θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους αξιωματικούς ο βασικός υπαίτιος της ήττας, αφ' ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης, και αφ' ετέρου για να καλύψουν οι αξιωματικοί που τον κατηγορούσαν και τη δική τους ευθύνη. Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Θεοτόκη ανέθεσε στον διάδοχο την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το έργο του διαδόχου ήταν πράγματι αξιόλογο, αλλά σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος αξιωματικών οι οποίοι φαινόταν ότι απολάμβαναν προνομιακής μεταχείρισης. Αυτοί οι αξιωματικοί, αν και ικανότατοι, όπως οι Β. Δούσμανης, Ι. Μεταξάς, Ξ. Στρατηγός, Ι. Παπαβασιλείου κ.ά., ήταν επίσης αρκετά αλαζόνες με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την εχθρότητα πολλών αξιωματικών επειδή δεν βρίσκονταν στη θέση τους.
Το 1909 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν κίνημα για να αναδιοργανώσουν τη χώρα, χωρίς όμως να λείπουν οι προσωπικές επιδιώξεις των πρωτοστατούντων. Ένα από τα στοιχεία της κριτικής τους αποτέλεσε η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του διαδόχου και των αδελφών του, όπως και η αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Για να μην αναγκαστεί ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν.
Το 1912 τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. Βαλκανικοί πόλεμοι). Με ηγέτη τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έφερε εις επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο.
Μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρα ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στο λαό, μέρος του οποίου ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ΄», και περίμενε από αυτόν και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά, ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστροουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθηνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρούταν ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη, και ιδιαίτερα την Καβάλα. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπεί στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι τη ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον βασιλιά.
Εντούτοις, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου κέρδισαν τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και το Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς την βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε - χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου - τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια μέρα, υπερβαίνοντας τα συνταγματικά του δικαίωματα, απέπεμψε τον πρωθυπουργό, και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν.
Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση, και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η - κατόπιν έγκρισης από την Αθήνα - παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανοβουλγαρική δύναμη, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές, απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν δε τον Αύγουστο ξεκίνησε η βουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε.
Η δημιουργία του «Κράτους Εθνικής Αμύνης», σε συνδυασμό με τις αξιώσεις των Συμμάχων για παράδοση του στόλου και λοιπού οπλισμού, οδήγησαν σε συγκρούσεις με Γάλλους και Βρετανούς ναύτες (που οδήγησαν και στο βομβαρδισμό των Ανακτόρων). Η έξαψη των οπαδών του Κωνσταντίνου οδήγησε στα λεγόμενα «Νοεμβριανά» επεισόδια κατά επιφανών βενιζελικών, και κορυφώθηκε με το περίφημο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου, στο οποίο μάλιστα πρωτοστάτησε ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν την οριστική ρήξη ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στη "βασιλική Ελλάδα". Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Ο διάδοχος, Γεώργιος Β΄, θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή καθώς είχε υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό. Έτσι, ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, και αναχώρησε με την οικογένειά του για την Ελβετία. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στον Βενιζέλο.
Τον Ιούλιο του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις - που περιλάμβαναν και τη Σμύρνη - στη Διάσκεψη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις Βερσαλλίες. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου». Τον Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε τη βρετανική υποστήριξη για μια ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό τον στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο βασιλιάς Αλέξανδρος έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα και πέθανε στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου.
Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Κωνσταντίνος επανήλθε στο θρόνο, επιστρέφοντας στη χώρα δύο εβδομάδες αργότερα. Οι μοναδικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, οι Άγγλοι, διαφωνώντας με την επιστροφή του Κωνσταντίνου, έπαψαν να την υποστηρίζουν τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά.
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά και παρά το γεγονός ότι κυρίαρχο εκλογικό σύνθημα της φιλοβασιλικής παράταξης ήταν το «οίκαδε», η επιστροφή δηλαδή των στρατιωτών από το μέτωπο. Το Μάιο του 1921 ο βασιλιάς αναχώρησε για να αναλάβει την ονομαστική αρχιστρατηγία του στρατού στη Μικρά Ασία. Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη, την έκαψαν, τη λεηλάτησαν.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά, και απαίτησε την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β'.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε στο Παλέρμο της Σικελίας. Ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας, στην Ιταλία. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας, το 1936, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέστειλε το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο Μπρίντιζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης στην εξορία. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο, στο Τατόι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου