Σελίδες

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Σαν σήμερα 13 Ιουλίου 100 π.Χ. Γεννήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας

Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας (λατ. Gaius Julius Caesar) (13 Ιουλίου 100 π.Χ. - 15 Μαρτίου 44 π.Χ.) ήταν σημαντικός Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός. Πρωταγωνίστησε στον μετασχηματισμό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.


Γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες και αριστοκρατικότερες της Ρώμης[1], έσπασε όλους τους συγγενικούς του δεσμούς και η άμετρη φιλοδοξία του οδήγησε στην ένταξή του στη δημοκρατική μερίδα. Για ένα διάστημα, έχοντας ανάγκη από χρήματα, αναγκαζόταν να καταφεύγει για δανεισμό στον Κράσσο που τον βοηθούσε, γιατί έβλεπε την οργανωτική ικανότητα, τη στρατηγική ιδιοφυΐα και την απαράμιλλη δραστηριότητα που χαρακτήριζε τον ανήσυχο νέο. Στα πρώτα του εκείνα χρόνια, ο Ιούλιος Καίσαρας είχε εξοριστεί από τον Σύλλα. Όταν ξαναγύρισε στη Ρώμη, προσπάθησε κολακεύοντας τις αδυναμίες του λαού, να αποκτήσει μεγάλη επιρροή κοντά του. Και είχε, πράγματι, μοναδικά προσόντα για να γίνει δημοφιλής.

Σε ηλικία 32 ετών πήγε στην Ισπανία σαν επιμελητής του Πραίτορα Αντωνίου Βέτου. Περνώντας από τα Γάδειρα, όταν είδε στο Ασκληπιείο της πόλης τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφώνησε: «Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ τίποτα που ν' αξίζει δεν έκανα ακόμη»!, φράση που παρέμεινε ιστορική και δείχνει δραστήριο και φιλόδοξο άνθρωπο.

Όταν ξαναπήγε στη Ρώμη άρχισε να καταλαμβάνει ένα-ένα τα διάφορα δημόσια αξιώματα. Οι περισσότεροι τον λάτρευαν. Είχε όμως και αντιπάλους, που δεν έχαναν ευκαιρία να τον πολεμούν και να τον δυσφημίζουν. Ως και την υπόληψή του πρόσβαλαν με το εξής επεισόδιο: Όταν γιόρταζαν στο σπίτι του Καίσαρα τα «Μυστήρια της Αγαθής Θεάς», στα οποία απαγορευόταν να παρευρίσκεται άνδρας, ένας αριστοκράτης νεαρός, ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούχλερ, ντυμένος γυναικεία μπήκε κρυφά στο σπίτι του Καίσαρα, απ' όπου τον έδιωξαν μόλις τον ανακάλυψαν. Το επεισόδιο αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι αντίπαλοι για να δημιουργήσουν σκάνδαλο εις βάρος της Πομπηίας, της δεύτερης γυναίκας του Καίσαρα, την οποία και χώρισε ο Καίσαρας, πιστεύοντας ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν φτάνει μόνο να είναι τίμια, αλλά πρέπει και να φαίνεται τίμια».

Αργότερα, όταν, ως Πραίτορας, ο Καίσαρας ανέλαβε τη διοίκηση της Ισπανίας, περνώντας από ένα φτωχό χωριό των Άλπεων, είπε στους συντρόφους του ότι προτιμούσε να είναι πρώτος σε ένα χωριό παρά δεύτερος στη Ρώμη, φράση που επίσης έδειχνε το φιλόδοξο χαρακτήρα του. Το 60 π.Χ. γύρισε από την Ισπανία στη Ρώμη δοξασμένος και πλούσιος, για να πάρει μέρος στην εκλογή των Δύο Υπάτων, όπου και εξελέγη με την υποστήριξη του Πομπήιου και του Κράσσου, με τους οποίους δημιούργησε την Πρώτη Τριανδρία.

Το 59 π.Χ. αναχώρησε για την επαρχία του. Ως Ύπατος πέτυχε τη ψήφιση σπουδαίων νόμων, από τους οποίους ωφελήθηκε πολύ ο λαός. Επειδή ήταν τόσο συγκεντρωτικός και δικτατορικός ώστε ο άλλος Ύπατος, ο Βίβουλος, να έχει μπει στο περιθώριο, οι Ρωμαίοι έλεγαν ειρωνικά: «Επί της Υπατείας του Ιουλίου και του Καίσαρα...». Τον καιρό εκείνο νυμφεύθηκε την Καλπουρνία, κόρη του Λεύκιου Πίσωνος, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στην Υπατεία. Μετά τη λήξη της Υπατείας του, ο Καίσαρας ανέλαβε τη διοίκηση της Γαλατίας, οπότε κατατρόπωσε τους Βέλγους, τους Ελβετούς και τους Γερμανούς, και έγινε κύριος όλης της χώρας. Με τις κατακτήσεις αυτές αρχίζει η μετάδοση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στην Ευρώπη.

Ενώ όμως ο Καίσαρας θριάμβευε στη Γαλατία, τα δύο άλλα μέλη της Τριανδρίας, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, με την αδεξιότητά τους είχαν ξεσηκώσει τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Ο Καίσαρας συναντήθηκε με τους δύο άνδρες και κατόρθωσε να διορθώσει κάπως τα πράγματα, ώστε να μείνει απερίσπαστος στη συνέχιση των αγώνων του, κατά τους οποίους αναδείχθηκε η ασύγκριτη στρατιωτική μεγαλοφυΐα του. Έφερε τους ρωμαϊκούς αετούς πέρα από τη Μάγχη, στη Βρετανία, και πέρα από το Ρήνο.

Μετά το θάνατο του Κράσσου, που φονεύτηκε πολεμώντας εναντίον των Πάρθων, ο Πομπήιος, κύριος της κατάστασης στη Ρώμη, ανακαλεί τον Καίσαρα με σκοπό να τον εκμηδενίσει. Ο Καίσαρας μαθαίνοντας το σχέδιο αυτό, ξεκίνησε από τη Ραβέννα μόνο με 6.000 άνδρες, για να αποκαταστήσει, όπως είπε, τους δημάρχους στο αξίωμά τους και να αποδώσει στον καταπιεζόμενο λαό τις ελευθερίες του. Όταν έφθασε στον ποταμό Ρουβίκωνα, στη διαδρομή από τη Ραβέννα στη Ρώμη, όρμησε έφιππος λέγοντας την περίφημη φράση: «Ο κύβος ερρίφθη». Αφού πέρασε τον Ρουβίκωνα, (εξ ου και η φράση «διέβη τον Ρουβίκωνα») σάρωσε τα πάντα μέσα σε 60 ημέρες και ανάγκασε τον Πομπήιο και τη Σύγκλητο να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη.

Τον Αύγουστο του 48 π.Χ., έχοντας μαζί του και τον Μάρκο Αντώνιο, πέτυχε στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας την ιστορική νίκη εναντίον του Πομπήιου στη Μάχη των Φαρσάλων. Ο Πομπήιος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αίγυπτο, όπου και δολοφονήθηκε από ανθρώπους του βασιλιά Πτολεμαίου ΙΓ'. Όταν σε λίγο έφτασε ο Καίσαρας στην Αίγυπτο, τιμώρησε με θάνατο τους φονιάδες του Πομπήιου. Γοητευμένος από τα θέλγητρα της Κλεοπάτρας, αδελφής του Πτολεμαίου, την εγκατέστησε στον αιγυπτιακό θρόνο και την έκανε σύζυγό του.
Από την Αίγυπτο έσπευσε στη Μικρά Ασία, εναντίον του βασιλιά του Βοσπόρου, Φαρνάκη, τον οποίο κατατρόπωσε με κεραυνοβόλο νίκη που την ανήγγειλε στη Ρώμη με τις τρεις εκείνες λέξεις που έμειναν παροιμιώδεις: «Ήλθον, είδον, ενίκησα» (veni, vidi, vici). Ύστερα από τη νίκη αυτή, το 46 π.Χ., πήγε στην Αφρική, όπου οι αντίπαλοί του είχαν συγκεντρώσει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες και διέλυσε.
Γυρίζοντας στη Ρώμη, τον περίμενε πραγματική αποθέωση από το λαό και από την Σύγκλητο και του προσφέρθηκε κάθε τιμή και αξίωμα που πήρε ποτέ άνθρωπος. Έκανε τέσσερις θριάμβους, τους οποίους ακολούθησαν γιορτές, δωρεές, θηριομαχίες και εγκαίνια μεγάλων κοινωφελών έργων. Τότε ως «μεγάλος αρχιερεύς», μεταρρύθμισε και το ρωμαϊκό ημερολόγιο, που προς τιμήν του ονομάστηκε Ιουλιανό, όπως Ιούλιος ονομάστηκε και ο μήνας που γεννήθηκε.
Ακολούθησε νέα νίκη του Καίσαρα εναντίον των παιδιών του Πομπήιου, με την οποία έληξε οριστικά ο εμφύλιος πόλεμος. Η νίκη αυτή έδωσε την ευκαιρία στο λαό να του χαρίσει νέες τιμές, όπως να φορά παντοτινά τον «πορφυρό μανδύα» των θριαμβευτών, το στεφάνι από δάφνη και τα ψηλά κόκκινα πέδιλα των αρχαίων βασιλέων της Άλβα Λόγγα. Ανακηρύχθηκε ακόμη «ισόβιος δικτάτορας», «ελευθερωτής», «αυτοκράτορας» και «πατέρας της πατρίδας», και συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Παρόλ' αυτά, προτίμησε το δρόμο της επιείκειας και της πραότητας για να επικρατήσει. Η διακυβέρνηση της χώρας κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του ήταν εξαίρετη. Οι πολλές ικανότητές του, υπερφυσικές σε ορισμένους τομείς (λέγεται ότι μπορούσε να υπαγορεύει ταυτόχρονα 4 διαφορετικά θέματα σε 4 διαφορετικούς γραφείς), καθώς και οι αγαθές προθέσεις του απέναντι στους πολίτες προσδίνουν νέα αίγλη σ' αυτόν και στην αυτοκρατορία.

Η Δολοφονία

Στην «Εορτή των Λυκαίων» (15 Φεβρουαρίου 44 π.Χ.), ο Ύπατος Μάρκος Αντώνιος πρόσφερε στον Ιούλιο Καίσαρα «βασιλικό διάδημα», το οποίο ο Καίσαρας αρνήθηκε αντιλαμβανόμενος τη σιωπηλή δυσαρέσκεια του κόσμου. Αλλά η χειρονομία αυτή του Αντώνιου έκανε μερικούς, που ήταν αφοσιωμένοι στο δημοκρατικό ιδεώδες, να υποπτευθούν τον Καίσαρα. Φοβήθηκαν ότι η τρομερή συσσώρευση δύναμης και η αγάπη του λαού θα τον οδηγούσε σε παρεκτροπές. Έτσι, οι συνωμότες, που ανάμεσά τους ήταν και ο θετός γιος του Καίσαρα Μάρκος Βρούτος και ο Γάιος Κάσσιος, δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα στις 15 Μαρτίου 44 π.Χ.[2], στο Πεδίο του Άρεως, μέσα στο Βουλευτήριο και πλάι στον ανδριάντα του Πομπήιου.
Τα κυριότερα πρόσωπα της συνωμοσίας, εκτός από τον Βρούτο και τον Κάσσιο, ήταν ο Κάσκας, ο Λεύκιος Κορνήλιος Κίννας, ο Μέτελλος Κίμβρος, ο Δέκιμος, ο Τρεβώνιος και ο Λιγάριος. Όλοι αυτοί περιστοίχισαν τον Καίσαρα για να του ζητήσουν δήθεν χάρη για τον εξόριστο αδελφό του Κίμβρου. Λέγεται ότι όταν ο Καίσαρας είδε ανάμεσα στους δολοφόνους και τον Βρούτο, που τον αγαπούσε ιδιαίτερα και που μερικοί έλεγαν πως ήταν νόθο παιδί του, αναφώνησε στα ελληνικά: «Καί σύ τέκνον Βρούτε;». Αφού σκέπασε το κεφάλι του με την τήβεννο, για να προφυλαχτεί, έπεσε νεκρός από 23 μαχαιριές. Έτσι τέλειωσε τη ζωή του, σε ηλικία 56 ετών, ο μεγαλοφυέστερος Ρωμαίος.
Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μεγάλη διάνοια, στολισμένη με τα πλουσιότερα και ποικιλότερα φυσικά χαρίσματα. Ήταν πολιτικός, στρατιωτικός, νομοθέτης, νομοδιδάσκαλος, ρήτορας, ποιητής, ιστορικός, αρχιτέκτονας, αστρονόμος και μαθηματικός. Από τα διάφορα έργα του, που ήταν πολλά και ποικίλα, διασώθηκαν μόνο τα Απομνημονεύματα περί γαλατικού και περί εμφυλίου πολέμου.
Στη στρατιωτική ιστορία, ο Ιούλιος Καίσαρας θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας). Ειδικότερα προς τους Έλληνες, ο Καίσαρας, μολονότι τον είχαν πολεμήσει κατά τον εμφύλιο πόλεμο τασσόμενοι με το μέρος του Πομπήιου, φάνηκε αμνησίκακος. Ξανάχτισε από τα θεμέλια την Κόρινθο, που πριν από 100 χρόνια είχε καταστρέψει τελείως ο Μόμμιος και σχεδίασε τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου, που τη ματαίωσε η δολοφονία του.

Ο τραγικός θάνατος του Καίσαρα δεν έσωσε, όπως έλπιζαν οι ιδεολόγοι συνωμότες, τους φιλελεύθερους θεσμούς της Ρώμης, αλλά αντίθετα έγινε το προοίμιο νέων εμφυλίων πολέμων. Εξαιτίας του αναβρασμού που ξεσήκωσε εναντίον τους ο Μάρκος Αντώνιος, ο Κάσσιος και ο Βρούτος διέφυγαν προς ανατολάς, όπου κατέκτησαν όλη την περιοχή από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Ευφράτη ποταμό.

Όταν ο Μάρκος Αντώνιος, ο Οκταβιανός και ο Λέπιδος έκαναν τη Δεύτερη Τριανδρία, αποφάσισαν τον πόλεμο εναντίον του Βρούτου και του Κάσσιου. Η μάχη δόθηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Στην πρώτη σύγκρουση, η πτέρυγα του Βρούτου νίκησε την πτέρυγα του Οκταβιανού, ενώ αντίθετα ο Μάρκος Αντώνιος νίκησε τον Κάσσιο και μπήκε στο στρατόπεδό του. Όταν οι ιππείς του Βρούτου έτρεξαν στον Κάσσιο για να του αναγγείλουν τη νίκη τους, ο Κάσσιος τούς νόμισε για εχθρούς και, απελπισμένος, διέταξε τον υπηρέτη του, Πίνδαρο, να τον σκοτώσει. Σε λίγο και ο Βρούτος, χάνοντας τον σύμμαχό του και για να μην πιαστεί αιχμάλωτος, έπεσε πάνω στο σπαθί του και αυτοκτόνησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου